- ἐξῆραν
- ἐξαίρωlift upaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Onciale 0166 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0166 … Wikipédia en Français
βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… … Dictionary of Greek
Ζεύξις — (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους. Εμφανίζεται ως συνομιλητής στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και αναφέρεται στους διαλόγους του Πλάτωνα. Υπήρξε αντίπαλος του… … Dictionary of Greek